- φθοΐς
- -ΐδος, ἡ, Αβλ. φθόϊς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φθοῖς — φθόις a fem nom/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόις — a fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόϊς — ϊος, ό, και αττ. τ. φθοΐς, ΐδος, ή, και τ. ονομ. πληθ. φθοῑς Α 1. είδος πίτας 2. α) καταπότιο β) χάπι που χρησιμοποιείται για απολύμανση με υποκαπνισμό 3. ράβδος πολύτιμου μετάλλου 4. φρ. «φθόϊς χρυσίου» (κατά τον Ησύχ.) σκόνη ή άμμος χρυσού 5.… … Dictionary of Greek
πολύφθοος — ον, Α προσωνυμία ημέρας τού δελφικού μήνα Βυσίου κατά την οποία δίνονταν πολλοί χρησμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πολυ * + φθόϊς* / φθοίς «είδος πλακούντος» και «άμμος χρυσού»] … Dictionary of Greek
φθοΐσκος — ὁ, Α υποκορ. 1. είδος μικρής πίτας 2. χάπι μικρού μεγέθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθόϊς / φθοΐς + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ὀβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
φθοΐδιον — τὸ, Α [φθόϊς] υποκορ. 1. πίτα μικρού μεγέθους 2. ομφαλωτή φιάλη με μικρό μέγεθος … Dictionary of Greek